στρεπταιγλος

στρεπταιγλος
    στρέπταιγλος
    στρέπτ-αιγλος
    2
    извилисто-сверкающий
    

(ὁρμέ Νεφελῶν Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στρεπταιγλος" в других словарях:

  • στρέπταιγλος — αίγλα, ον, Α αυτός που περιστρέφει τη λάμψη («στρεπταίγλαν... ὁρμὰν νεφελῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + αιγλος (< αἴγλη)] …   Dictionary of Greek

  • στρεπταίγλων — στρέπταιγλος whirling bright fem gen pl στρέπταιγλος whirling bright masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπταιγλᾶν — στρέπταιγλος whirling bright masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπταίγλη — στρέπταιγλος whirling bright fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπταίγλαν — στρεπταίγλᾱν , στρέπταιγλος whirling bright fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»